- τύτε
- Αεπίρρ. (αιολ.τ.) βλ. τότε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύτε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek